- αιγομελής
- αἰγομελής, -ές (Α)αυτός που έχει μέλη τράγου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ-γὸς + -μελὴς < μέλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰγομελές — αἰγομελής goat limbed masc/fem voc sg αἰγομελής goat limbed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek